στεατώδη

στεατώδη
στεατώδης
like tallow
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
στεατώδης
like tallow
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
στεατώδης
like tallow
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τιουϊαμουνίτης — ο, Ν (ορυκτ.) ραδιενεργό ορυκτό οξείδιο τού βαναδίου, τού ουρανίου και τού ασβεστίου, το οποίο ανήκει στην ομάδα τών βαναδικών ορυκτών και έχει κίτρινο χρώμα, μικρή σκληρότητα και στεατώδη λάμψη …   Dictionary of Greek

  • αγγλεσίτης — Ορυκτό, θειικό άλας του μολύβδου. Βρίσκεται στη φύση σε κρυστάλλους ρομβικού σχήματος. Έχει σκληρότητα 3, ειδικό βάρος 6,3 και λάμψη αδαμαντοειδή προς στεατώδη. Είναι άλλοτε άχρωμος και διαυγής, άλλοτε θολωμένος ποικιλόχρωμος ή σκοτεινόχρωμος,… …   Dictionary of Greek

  • νακρίτης — Ορυκτό, πυριτικό άλας του αργιλίου, που απαντά στα κοιτάσματα του καολινίτη, του οποίου αποτελεί και παραλλαγή. Έχει χρώμα συνήθως χιονόλευκο και λάμψη στεατώδη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”